Η χαμωσυκιά

 

Η χαμωσυκιά παιζόταν από πολύ παλιά. Την έπαιζαν πολλά αγόρια. Ένα από αυτά καθόταν κάτω και παρίστανε τη χαμωσυκιά. Κράταγε ένα σχοινί μάκρους, περίπου, δύο μέτρων. Στην αρχή του παιχνιδιού η μάνα (ένα άλλο αγόρι) έπιανε την άλλη άκρη του σχοινιού και έλεγε στα υπόλοιπα παιδιά αν η χαμωσυκιά είχε αρχίσει να βρομάει. Αυτό ήταν το «σύνθημα» για να αρχίσει η προσπάθειά τους να χτυπήσουν τη χαμωσυκιά. Τότε η μάνα προσπαθούσε να τους εμποδίσει, τις πιο πολλές φορές όμως δεν τα κατάφερνε, αφού μπορούσε να κινηθεί μόνο όσο της επέτρεπε το σχοινί. H μάνα κυνηγούσε τα αγόρια για να τα πιάσει. Όποιος πιανόταν γινόταν χαμωσυκιά, ενώ η προηγούμενη χαμωσυκιά γινόταν μάνα. Όταν κάποιες φορές, το σχοινί ξέφευγε από τα χέρια της μάνας δεν μπορούσε να πιάσει κανέναν κι έτσι όλοι χτυπούσαν ανενόχλητοι την καημένη τη χαμωσυκιά, ώσπου η μάνα ξανάπιανε το σχοινί. Πολλές φορές κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού ένα από τα πιο έμπειρα και ευκίνητα παιδιά προσπαθούσε να ανεβεί στην πλάτη της μάνας και να αντέξει εκεί πάνω χωρίς να πέσει. Αυτό το έκανε για να περιορίσει τις κινήσεις της. Ο ριψοκίνδυνος καβαλάρης δεν κινδύνευε να πιαστεί, αλλά έπρεπε να κατεβεί χωρίς να τον ακουμπήσει η μάνα. Πράγμα πολύ δύσκολο. Έτσι τις πιο πολλές φορές τιμωρούταν για την θρασύτητά του παίρνοντας τη θέση της χαμωσυκιάς, αφού σχεδόν πάντα η μάνα τον τσάκωνε. Παρ’ όλα αυτά, η πράξη του αυτή, προκαλούσε το σεβασμό στα υπόλοιπα παιδιά και έκανε το παιχνίδι πιο διασκεδαστικό!

 

Αργυρώ Τριανταφύλλου, Ε’ τάξη