Η
Νάξος
(πληροφορίες: Τσώνος Κωνσταντίνος , Μαυροειδή
Μαρία)
Γενικές
πληροφορίες
Η Νάξος είναι το μεγαλύτερο σε
έκταση νησί των Κυκλάδων (389,434 τ.χλμ.) και δεύτερο σε πληθυσμό μετά τη
Σύρο (18.188 κάτοικοι - απογραφή 2001) και βρίσκεται περίπου στο κέντρο του
νησιωτικού συμπλέγματος, ανατολικά της Πάρου και νότια της Μυκόνου. Μια
οροσειρά με υψηλότερη κορυφή το όρος Ζας (1.001 μ.) διασχίζει το νησί από
βορρά προς νότο. Οι ανατολικές πλαγιές της οροσειράς είναι ιδιαίτερα
απότομες και απόκρημνες σε αντίθεση με τις δυτικές που είναι πιο ομαλές και
απολήγουν σε πεδινά και καλλιεργήσιμα εδάφη, τα οποία αναδεικνύουν τη Νάξο
ως το πιο εύφορο
νησί
των Κυκλάδων.
Οι ακτές της δεν εμφανίζουν έντονο διαμελισμό,
αλλά σε ορισμένα σημεία (ακρωτήριο Σταυρός στα ανατολικά) σχηματίζουν
μακρόστενα ακρωτήρια και μικρούς ορμίσκους με όμορφες και ήσυχες παραλίες. Ο
όρμος της Νάξου στα δυτικά είναι ο μεγαλύτερος του νησιού και σε αυτόν είναι
οργανωμένο το σύγχρονο λιμάνι. Το
υπέδαφος
της Νάξου διακρίνεται για το καλής ποιότητας μάρμαρο και για τα ορυχεία
σμύριδας, ενός σκληρού πετρώματος που είναι γνωστό από την Αρχαιότητα ως «ναξία
γη» και χρησιμοποιούνταν διαχρονικά στη λιθοτεχνία των Κυκλάδων.
Διοικητικά ανήκει στην
Περιφέρεια Νoτίου Αιγαίου, στο Νομό Κυκλάδων, και αποτελεί αυτόνομη Επαρχία.
Αποτελείται από δυο Δήμους: Δήμος Νάξου (Πρωτεύουσα: Χώρα, 6.533 κάτοικοι),
Δήμος Δρυμαλίας (Πρωτεύουσα: Χαλκείο, 408 κάτοικοι).
Προβολή μεγαλύτερου χάρτη
Προϊστορία και Αρχαία χρόνια
Σύμφωνα με την παράδοση,
η Νάξος είναι το νησί όπου ο Θησέας, επιστρέφοντας από την Κρήτη, σταμάτησε
για ανεφοδιασμό και εγκατέλειψε την Αριάδνη, την κόρη του Μίνωα. Εκεί την
ερωτεύτηκε ο Διόνυσος και μέσω του όρους Δρίον (Ζας) την ανέβασε στον Όλυμπο
και την έκανε αθάνατη.
Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης της
Νάξου έχουν εντοπιστεί στο Σπήλαιο του Ζα και ανάγονται στη Νεότερη
Νεολιθική εποχή (4η χιλιετία), ενώ η χρήση του σπηλαίου συνεχίζεται
απρόσκοπτα ως και τα ύστερα ιστορικά χρόνια. Κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο
(3η χιλιετία) η Νάξος αναδεικνύεται σε ένα από τα κέντρα του κυκλαδικού
πολιτισμού, με αποτέλεσμα η πρώτη φάση εξέλιξής του, η Πρωτοκυκλαδική Ι, να
οριστεί ως φάση Γρόττα-Πηλός από τα σημαντικά ευρήματα της πόλης της Γρόττας,
στο βόρειο όριο της σημερινής Χώρας. Η κεντρική θέση της Νάξου στις
θαλάσσιες επικοινωνίες, αλλά και το μάρμαρο και η σμύριδα αποτελούν τους
βασικούς παράγοντες της πολιτιστικής και οικονομικής ανάπτυξής της την
περίοδο αυτή, η οποία εκφράζεται κυρίως από τα λίθινα ειδώλια και την
εξέλιξη της λιθοτεχνίας γενικότερα. Κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο (1600-1100
π.Χ.), μέσω της πόλης της Γρόττας και των νεκροταφείων της στο Καμίνι και τα
Απλώματα, η Νάξος διατηρεί το σημαίνοντα ρόλο της στην εξάπλωση του
μυκηναϊκού πολιτισμού στις Κυκλάδες.
Η Αρχαϊκή περίοδος αναδεικνύει τη Νάξο σε ένα από τα πιο
φημισμένα και ακμαία κέντρα του Αιγαίου, όπως φαίνεται από τα πολλά αρχαϊκά
ιερά (Σαγκρί, Γύρουλας, Πορτάρα, Ύρια) και την ανάπτυξη της γλυπτικής
(μνημειακοί Κούροι, Σφίγγα των Ναξίων στους Δελφούς, Οικία των Ναξίων στη
Δήλο).
Κατά την εποχή αυτή
κυριαρχούσαν οι αριστοκράτες και απ’ ό,τι φαίνεται το νησί βρισκόταν σε
περίοδο μεγάλης οικονομικής ισχύος. Πολύ νωρίς, ήδη το 735 π.Χ., ίδρυσαν
μαζί με τους Χαλκιδείς την πρώτη ελληνική αποικία στη Σικελία, τη Νάξο. Το
β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ., ο Λύγδαμις με τη βοήθεια του Αθηναίου Πεισιστράτου
πήρε την εξουσία και διοικούσε ως τύραννος. Την ίδια περίοδο η Νάξος
επέκτεινε την κυριαρχία της στην Πάρο και την Άνδρο. Γύρω στο 510 π.Χ. η
τυραννίδα καταλύθηκε και ομάδα αριστοκρατών εξορίστηκε. Είναι οι ίδιοι που
το 501 π.Χ., με τη βοήθεια του τυράννου της Μιλήτου Αρισταγόρα και την
υποστήριξη αρχικά των Περσών, επιτέθηκαν χωρίς αποτέλεσμα στο νησί. Το 490
π.Χ. η Νάξος καταστράφηκε από τους Πέρσες, αλλά στη ναυμαχία της Σαλαμίνας
και στη μάχη των Πλαταιών συνέβαλε στη νίκη των Ελλήνων. Το 478/477 π.Χ.
συμμετείχε στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, την οποία εγκατέλειψε πολύ νωρίς, για
να κατακτηθεί στη συνέχεια (466 π.Χ.) από την Αθήνα, στην οποία ήταν πλέον
υποτελής. Το 376 π.Χ. έγινε υποχρεωτικά μέλος για μικρό διάστημα και στη Β΄
Αθηναϊκή Συμμαχία. Στα Ελληνιστικά χρόνια, η Νάξος αποτέλεσε μέλος του
Κοινού των Νησιωτών (2ος αι. π.Χ.), ενώ το 41 π.Χ. περιλήφθηκε στη ρωμαϊκή
επαρχία των Νησιών του Αιγαίου (provincia insularum), με έδρα τη Ρόδο.
Βυζαντινή-Νεότερη Περίοδος
Για τα Βυζαντινά χρόνια δε
διαθέτουμε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της Νάξου. Ωστόσο, τα
σημαντικά λείψανα βυζαντινής αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής (6ος-14ος αι.
μ.Χ.) καταδεικνύουν ότι το νησί, και αυτή την περίοδο, είχε κεντρική σημασία
στις Κυκλάδες. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους
(1204), η Νάξος έγινε η έδρα του δουκάτου του Αιγαίου, με ηγεμόνα το Μάρκο
Σανούδο. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην πρόοδο και στην ανάπτυξη της Νάξου,
καθώς αποτέλεσε κέντρο των εμπορικών και οικονομικών δραστηριοτήτων των
δυτικών ηγεμόνων. Στο νησί συνέρρευσε πλήθος Δυτικών, με αποτέλεσμα τον
εκκαθολικισμό μέρους του πληθυσμού αλλά και τη συμβίωση για πολλούς αιώνες
ορθοδόξων και καθολικών ως και σήμερα.
Το 1537 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, επικεφαλής του οθωμανικού
στόλου, κατέλαβε τη Νάξο, μαζί με άλλα νησιά του Αιγαίου, και κατέστησε το
νησί φόρου υποτελές στο σουλτάνο. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1566, ο σουλτάνος
Σελίμ Β΄παραχώρησε τη διοίκηση του δουκάτου του Αιγαίου στον Εβραίο Ιωσήφ
Νάζι και το 1580 ο σουλτάνος Μουράτ Γ΄ παραχώρησε στα νησιά Νάξο, Σαντορίνη,
Άνδρο, Μήλο, Πάρο, Σύρο και Σίφνο προνομιακό ορισμό (αχτναμέ). Σύμφωνα με
αυτόν, τα νησιά εξασφάλισαν πλήρη ελευθερία σε θέματα λατρείας, μειώθηκαν οι
φόροι, ενώ απαγορεύτηκαν η εγκατάσταση γενιτσάρων και το παιδομάζωμα. Οι
ορισμοί που παραχωρήθηκαν στο νησί κατά την περίοδο της οθωμανικής
κυριαρχίας ευνόησαν την ανάπτυξη των κοινοτικών αυτοδιοικητικών θεσμών. Στην
Επανάσταση του 1821, σε αντίθεση με τους ισχυρούς άρχοντες και τον ανώτατο
κλήρο (ορθόδοξος και καθολικός επίσκοπος), ο λαός ξεσηκώθηκε και έλαβε
ενεργό μέρος στις επιχειρήσεις κατά των Οθωμανών με δύο πλοία και δύο σώματα
ενόπλων. Μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, η Νάξος, όπως και οι
υπόλοιπες Κυκλάδες, εντάσσεται στην ελληνική επικράτεια.
Το 1941 η Νάξος αρχικά εντάχθηκε στην ιταλική διοίκηση, στα
πλαίσια της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα. Μετά τη
συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 το νησί εντάχθηκε στη γερμανική διοίκηση
ως την απελευθέρωσή του.
Αρχαιολογικοί χώροι-αξιοθέατα
Oργανωμένοι χώροι αρχαϊκών ιερών στα Ύρια,
στο Σαγκρί και στη νησίδα Παλάτια της Χώρας (Πορτάρα), Σπήλαιο Ζα, Ημιτελείς
μνημειακοί Κούροι στις Μέλανες και στο χωριό Απόλλωνας, Πύργος του
Χειμάρρου, Πύργοι της Ελληνιστικής (Πύργος Πλάκας) και της Μεσαιωνικής
περιόδου (Πύργος Μαυρογένη, Οσκελού, Αγιάς, Υψηλής, Μπαζαίου, Μπαρότση στο
Φιλότι, Ντελαρόκα), Κάστρο της Χώρας, Πύργος των Κρίσπι (Γλέζου),
Σμυριδωρυχεία, Παναγία Πρωτόθρονη στο Χαλκί, Παναγία Δροσιανή στη Μονή.
Μουσεία: Επιτόπιο Μουσείο Πλατείας
Μητρόπολης, Αρχαιολογικό Μουσείο Νάξου, Αρχαιολογική Συλλογή Απειράνθου,
Λαογραφικό Μουσείο, Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, Γεωλογικό Μουσείο στην
Απείρανθο.
Αρχαϊκά ιερά: Το εν εξελίξει πρόγραμμα
έρευνας, μελέτης, μερικής αναστήλωσης, προστασίας και ανάδειξης των
αρχαιολογικών χώρων των Υρίων και του Σαγκρίου στη Νάξο, αποτελεί μία
πρωτοπόρα προσπάθεια για τις Κυκλάδες, καθώς παρά τους πολλού και
σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, δεν είχε δοθεί μέχρι σήμερα η αντίστοιχη
προσοχή στον τρόπο διαχείρισης και αξιοποίησής τους. Η περίπτωση των
αρχαϊκών ιερών της Νάξου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα ορθής και
επιστημονικής οργάνωσης αρχαιολογικού χώρου, με βασικό στόχο την ανάδειξη
της συμβολής της Νάξου στη διαμόρφωση της πρώιμης μνημειακής αρχιτεκτονικής
στον ελλαδικό χώρο.
Το ιερό των Υρίων, στη θέση Λειβάδι, θεωρείται το επίσημο
ιερό του αστικού κέντρου του νησιού κατά την Αρχαϊκή περίοδο. Η λατρεία
ανάγεται στα Μυκηναϊκά χρόνια (1300 π.Χ.) και η ασφαλής τεκμηρίωση της
συνέχειάς της στην ιστορική περίοδο μετατρέπει το χώρο σε ένα διαχρονικό
λατρευτικό κέντρο του Διονύσου στην Αρχαιότητα και του Αγ. Γεωργίου στη
συνέχεια. Η άσκηση της λατρείας σε ναϊκό οικοδόμημα, η οποία αντικαθιστά την
προγενέστερη υπαίθρια, παρακολουθείται σε τέσσερις φάσεις: α) 800 π.Χ.:
μονόχωρος ναός από ξυλοπλινθοδομή, β) 730 π.Χ.: επιμήκης τετράκλιτη αίθουσα,
γ) πρώιμος 7ος αι. π.Χ.: τρίκλιτος ναός με ξύλινη πρόστυλη πρόσταση, που
αποτελεί πρώιμο παράδειγμα μνημειακής ναϊκής πρόσοψης και δ) 580-570 π.Χ.:
κατασκευάζεται ο πρωιμότερος λίθινος πρόστυλος ιωνικός ναός στον ελλαδικό
χώρο. Παράλληλα, ο εντοπισμός τετράπλευρου στωικού οικοδομήματος, που
περιέβαλλε το ναό, ταυτίζεται με τελετουργικό εστιατόριο και παρέχει
σημαντικά στοιχεία για την ιστορία της τελετουργικής εστίασης των ιερών.
Το αγροτικό θρησκευτικό κέντρο του Γύρουλα στο Σαγκρί
αποτελείται από μια υπόστυλη αίθουσα για συγκέντρωση μυστηριακών τελετών,
από ένα τελεστήριο, το οποίο εντάσσεται στο ευρύ οικοδομικό πρόγραμμα που
διεξήγαγε ο τύραννος Λύγδαμις και είναι σύγχρονο με τον αρχαϊκό ναό του
Απόλλωνα στο νησάκι του λιμανιού της Νάξου, από τον οποίο σώζεται
αναστηλωμένη η είσοδος του σηκού, η γνωστή «Πορτάρα» (530 π.Χ.). Ο
ολομάρμαρος, καλά διατηρημένος, δίκλιτος ιωνικός ναός με τις οπτικές
εκλεπτύνσεις αποτελεί εξελικτικά τον πρόδρομο της κλασικής αττικής
αρχιτεκτονικής, η οποία έναν αιώνα μετά δημιούργησε τον Παρθενώνα. Η
μετατροπή του ναού σε τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική αποδεικνύει την
αποδοχή του χώρου ως διαχρονικό λατρευτικό κέντρο, που συμπληρώνει την
εικόνα της αρχαϊκής λατρείας της Νάξου.
Ύπαιθρος
Η ορεινή Νάξος παρέχει τις
περισσότερες πληροφορίες για τον τρόπο ζωής των παραδοσιακών κοινοτήτων του
νησιού. Η Απείρανθος (τ’ Απεράθου) διακρίνεται για τη χρήση μαρμάρου και
πέτρας ως οικοδομικού υλικού, ακολουθώντας όλα τα παραπάνω αρχιτεκτονικά
πρότυπα των οικιστικών μονάδων (λαϊκά, αρχοντικά, στεγαστά). Μία από τις πιο
κοινές ενασχολήσεις των γυναικών της περιοχής αυτής είναι η υφαντουργία, με
τον αργαλειό (κρεβαταριά) να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του μαγειρειού των
γυναικών και τα προϊόντα να είναι ιδιαίτερα δημοφιλή.
Στην Απείρανθο υπάρχει Αρχαιολογικό Μουσείο με ευρήματα
κυρίως της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου, όπως οι επίκρουστες βραχογραφίες με
παραστάσεις από καθημερινές ασχολίες των κατοίκων από την Κορφή τ’ Αρωνιού.
Το Λαογραφικό Μουσείο με παραδοσιακά υφαντά και εργαλεία, το Μουσείο Φυσικής
Ιστορίας με συλλογή από την πανίδα της περιοχής και ένα ενυδρείο, το
Γεωλογικό Μουσείο, δημιούργημα του Μανόλη Γλέζου, με 2.000 σπάνια εκθέματα,
καθώς και οι βιβλιοθήκες του Νίκου Γλέζου και του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη
συνθέτουν μια εξαιρετικά δραστήρια τοπική κοινότητα, η οποία πρόσφατα έφτασε
ως την εφαρμογή εναλλακτικών τρόπων διαχείρισης των φυσικών υδάτινων πόρων
του νησιού. Επιπλέον, η Απείρανθος συνδέεται με τη λειτουργία των ορυχείων
της σμύριδας, που εντοπίζονται στην περιοχή
ανάμεσα στην Απείρανθο και την Κόρωνο και στην περιοχή των όρμων Λιώνα και
Μουτσούνας. Από την πρόσφατη εκμετάλλευση των ορυχείων έχει σωθεί άθικτο το
εναέριο σύστημα μεταφοράς από το ορυχείο στο σημείο φόρτωσης (1925-1979),
στον όρμο της Μουτσούνας, ενώ σήμερα η μεταφορά γίνεται οδικώς.
Παραδοσιακοί οικισμοί: Απείρανθος, Φιλότι,
Κυνίδαρος, Κόρωνος, Κωμιακή, Κεραμωτή, Χώρα (Παλιά Πόλη, Κάστρο)
Πανηγύρια: Αγίας Ειρήνης στον Κυνίδαρο (5
Μαΐου), Αγίου Θαλαλαίου στον Άγιο Θαλλέλαιος (20 Μαΐου), Παναγίας
Αργοκοιλιώτισσας στην Κόρωνο (Μεγάλη Παρασκευή), Αγίων Αποστόλων στις
Μέλανες (30 Ιουνίου), Αγίας Κυριακής στην Ποταμιά (7 Ιουλίου), Αγίου
Προκοπίου στον Άγιο Προκόπη (8 Ιουλίου), Αγίου Νικόδημου στη Χώρα και στο Γλινάδο (14 Ιουλίου), Αγίας Μαρίνας στα Αγγίδια και στην Κόρωνο (17
Ιουλίου), Αγίας 'Αννας στην Άγια Άννα (25 Ιουλίου), Αγίας Παρασκευής στον
Κυνίδαρο (26 Ιουλίου), Αγίου Παντελεήμονα στο Αγερσανί (27 Ιουλίου), Σωτήρος
στο Γλινάδο, στον Δαμαριώνα και στο Κουρουνοχώρι (6 Αυγούστου), Παναγίας σε
όλο το νησί και ιδιαίτερα στο Φιλότι (15 Αυγούστου), Εννιάμερα της Παναγίας
στους Τρίποδες (23 Αυγούστου), Αγίου Ιωάννη στην Απείρανθο, στον Απόλλωνα
και στο Αγερσανί (29 Αυγούστου), Θεοσκέπαστης στην Κωμιακή και στην Ποταμιά
(8 Σεπτεμβρίου), Παναγίας Δροσιανής στο Χαλκί (8 Σεπτεμβρίου), Τιμίου
Σταυρού στους Τρίποδες (14 Σεπτεμβρίου), Αγίου Αρτεμίου στον Κυνίδαρο (20
Οκτωβρίου), Αγίου Νικολάου στον Κυνίδαρο (6 Δεκεμβρίου).
Παραδοσιακές ασχολίες -
λαϊκός πολιτισμός
Το ιδιαίτερα εύφορο έδαφος της
Νάξου προσφέρεται για την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Τα
τυροκομικά και γαλακτοκομικά προϊόντα είναι εξαιρετικά, ενώ η μελισσοκομία
και η αμπελουργία συμπληρώνουν τις ασχολίες των κατοίκων. Χρήζει ιδιαίτερης
αναφοράς η μουσική παράδοση των κατοίκων της Νάξου,
καθώς έχει αναδείξει
αρκετούς μουσικούς και κατασκευαστές μουσικών οργάνων. Τα πανηγύρια του
νησιού, με κορυφαίο αυτό του πολιούχου αγίου Νικοδήμου του
Αγιορείτη στις 14
Ιουλίου, συνοδεύονται πάντα από μουσικές και χορευτικές εκδηλώσεις.
Επιπλέον, τα παραδοσιακά τραγούδια και ποιήματα που σε πολλές περιπτώσεις απήγγελλαν οι υφάντρες αποτελούν ισχυρή παράδοση, η οποία διαφοροποιεί τη
Νάξο από τα γειτονικά νησιά.
Σμύριδα
Η σμύριδα είναι ένα ορυκτό που
χρησιμοποιείται ως αποξεστικό και λειαντικό για μέταλλα, γυαλί, ξύλο ή
πετρώματα, αλλά και ως αντιολισθητικό υλικό για δάπεδα και δρόμους. Η
ναξιακή σμύριδα υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά ορυκτά για μια
μεγάλη περίοδο. Η Νάξος αποτελεί ουσιαστικά τη μοναδική σμυριδοπαραγωγό
περιοχή της Ευρώπης. Τα σμυριδοφόρα κοιτάσματα της Νάξου βρίσκονται στο
βορειοανατολικό ορεινό τμήμα του νησιού, γύρω από τα χωριά Απείρανθος και
Κόρωνος. Η σμύριδα ήταν γνωστή ήδη από την Αρχαιότητα, όπως μαρτυρούν
αρχαιολογικά ευρήματα (σμυριδόλιθοι) από την κεντρική Νάξο. Ως την Ελληνική
Επανάσταση βρισκόταν υπό κοινοτικό έλεγχο και το εμπόριό της άκμαζε.
Τα σμυριδωρυχεία της Νάξου ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο από το
1852, το οποίο εκχώρησε στους κατοίκους των χωριών Απείρανθος, Κόρωνος και
Σκαδό το προνόμιο εκμετάλλευσης της σμύριδας, με την υποχρέωση να την
παραδίδουν αποκλειστικά στο Δημόσιο. Οι σμυριδεργάτες εξόρυσσαν τη σμύριδα
κατασκευάζοντας σήραγγες βάθους 50-250 μέτρων. Ενδεικτικά, το 1913-1914
εργάζονταν πάνω από 1.000 εργάτες (περίπου 500 στα υπόγεια) στα εθνικά
ορυχεία σμύριδας της Νάξου. Η ασυνήθιστη σχέση κράτους και σμυριδωρυκτών, ο
ανταγωνισμός της μικρασιατικής σμύριδας (από το 1847), η εφεύρεση της
τεχνητής (1890), το υψηλό κόστος εξόρυξης και μεταφοράς του μεταλλεύματος
οδήγησαν τη ναξιακή σμύριδα σε παρακμή. Σήμερα η παραγωγή της είναι
υποτυπώδης. Την περίοδο 1926-1929 κατασκευάστηκε ο εναέριος σιδηρόδρομος για
τη μεταφορά της σμύριδας από τον τόπο εξόρυξης στον τόπο φόρτωσής της.
Ο εναέριος ξεκίνησε να
λειτουργεί το 1930 και είναι ένα δίκτυο που αποτελείται από 72 πυλώνες,
βαγονέτα, εγκαταστάσεις φόρτωσης, μηχανοστάσια, αποθήκες υλικού,
εγκαταστάσεις φόρτωσης κτλ. Ο εναέριος αυτός είναι από τους ελάχιστους που
σώζονται στην Ελλάδα. Λειτούργησε ως το 1978, οπότε και καταργήθηκε ως
αντιοικονομικός για να αντικατασταθεί από φορτηγά αυτοκίνητα.
Τα σμυριδωρυχεία της Νάξου αποτελούν μνημεία της σύγχρονης
βιομηχανικής ιστορίας της χώρας μας και έχουν κηρυχθεί διατηρητέα από το
υπουργείο Πολιτισμού.
Βιβλιογραφία-Πηγές
Barber R.L.N., Οι Κυκλάδες στην Εποχή του Χαλκού,
Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1994, Χατζηαναστασίου, Ο. (μτφρ.)
Renfrew C., Το Κυκλαδικό Πνεύμα. Αριστουργήματα
της συλλογής Ν.Π. Γουλανδρή, Αθήνα 1991, Παλυβού, Κ. (μτφρ.)
Doumas Ch., Early Bronze Age Burial Habits in the
Cyclades, Goeteborg 1977, Studies in Mediterranean Archaeology 48
Φραγκίσκος Α., Πλυτάς Α., Μπελαβίλας Ν., Κατερίνη
Τ., Καταγραφή και Αποτίμηση του Ιστορικού Βιομηχανικού Εξοπλισμού στα
Σμυριδωρυχεία Νάξου, Αθήνα 1997
Γιαννούλης Γ., Αρχοντάκης Μ., Ποίηση χαραγμένη
στην πέτρα, Αθήνα 2001
Βλαχόπουλος Α., "Η Νάξος κατά την ΥΕΙΙΙΓ περίοδο.
Η φυσιογνωμία και ο χαρακτήρας ενός ακμαίου νησιωτικού κέντρου", Η
περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Διεπιστημονικού
Συμποσίου, Λαμία 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Λαμία 1999, 303-314
Ζαφειροπούλου Φ., Νάξος. Τα Μνημεία και το
Μουσείο, Αθήνα 1988
Ζάχος Κ., "Το Σπήλαιο του Ζα στη Νάξο",
Παπαθανασόπουλος Γ.Α. (επιμ.), Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, 'Ιδρυμα
Ν.Π. Γουλανδρή, Αθήνα 1996, 88-89
Κλουβάτος Κων/νος, Όλη η Ζωή Παιχνίδι, Εκδ.
Γρηγόρης, Αθήνα 2005
Κορρέ-Ζωγράφου Κ., Άνθρωποι και Παραδοσιακά
Επαγγέλματα. Αιγαίο ΙΙ, Αθήνα 2004
Κουρουπάκη Κατερίνα, Σάββαρη Ελένη, Σταθάκη-Σπηλιωπούλου
Ματίνα, Τσαμτσούρη Βάσω, Νάξος. Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, Μέλισσα,
Αθήνα 1981, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική
Λαμπρινουδάκης Β., Σημαντώνη–Mπουρνιά E., Νάξος.
Ανάδειξη Αρχαιολογικών Χώρων. Ύρια, Σαγκρί, Πύργος Χειμάρρου, Υπουργείο
Αιγαίου, Αθήνα 1997
Μαραγκού Λ., Κυκλαδικός Πολιτισμός: η Νάξος στην
3η π.Χ. χιλιετία, Αθήνα 1990
Χατζηδάκης Μ., Βυζαντινή Τέχνη στην Ελλάδα, Ψηφιδωτά-Τοιχογραφίες: Νάξος,
Αθήνα 1989
Προμπονάς Ι., Ψαρράς Σ., Η Νάξος διαμέσου των
Αιώνων, Πρακτικά του Α΄ Πανελληνίου Συνεδρίου, Φιλώτι, 3-6 Σεπτεμβρίου 1992,
Κοινότητα Φιλωτίου, Αθήνα 1994
Σημαντώνη-Mπουρνιά Eυαγγελία, Νάξος.Το Αρχαίο
Ιερό του Γύρουλα στο Σαγκρί, Αθήνα 2001, Υπουργείο Αιγαίου-Πανεπιστήμιο
Αθηνών
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AC%CE%BE%CE%BF%CF%82
http://www.naxosnet.com/history
http://geocities.com/kynidaros
http://www.cycladen.be/NaxosEng.htm
http://odysseus.culture.gr/h/1/gh151.jsp?obj_id=3302&theme_id=21
http://www.naxosisland.gr/stage
http://dim-koron.kyk.sch.gr/dimos%20drymalias.htm
http://hellas.teipir.gr/prefectures/greek/Kikladon/Naksos.htm